- θερμοσταθής
- ης, ες термостатический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θερμοσταθής — ές αυτός που έχει ή διατηρεί σταθερή θερμοκρασία («θερμοσταθής κλίβανος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + σταθής < θ. σταθ , πρβλ. εστάθην τού ίσταμαι «στέκομαι» (πρβλ. ασταθής, ευσταθής)] … Dictionary of Greek
θερμ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής, το οποίο προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. «θερμός, ζεστός». Το θερμ(ο) χρησίμευσε και ως α συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων τών νεώτερων ευρωπαϊκών γλωσσών (πρβλ. θερμογράφος,… … Dictionary of Greek